- μετασφαιρισμός
- μετασφαιρισμός, ὁ (Α)η κίνηση ή η ρίψη τής σφαίρας σε ένα μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σφαιρισμός (< σφαιρίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετασφαιρισμούς — μετασφαιρισμός movement of a ball masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)